- ευκαταγώνιστος
- εὐκαταγώνιστος, -ον (ΑΜ)1. αυτός που κυριεύεται εύκολα2. αυτός που καταστρέφεται εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατ-αγωνιστος (< κατ-αγωνίζομαι «υπερισχύω, αγωνίζομαι εναντίον»), πρβλ. δυσ-κατ-αγώνιστος].
Dictionary of Greek. 2013.